- χορεσπερίδα
- η, Νβλ. χοροεσπερίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροεσπερίδα — και χορεσπερίδα, η, Ν χορευτική βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + εσπερίδα «βραδινή συγκέντρωση». Η λ., στον λόγιο τ. χοροεσπερίς, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου, ενώ ο παλαιότ. τ. χορεσπερίς μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek